- ποδοπέδη
- ποδο-πέδη, ἡ, Fußfessel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδοπέδη — η, ΝΜ νεοελλ. το ποδόφρενο μσν. πέδη, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο πέδη)] … Dictionary of Greek
ποδοπέδας — ποδοπέδᾱς , ποδοπέδη fetter fem acc pl ποδοπέδᾱς , ποδοπέδη fetter fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek
πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… … Dictionary of Greek
ποδοπέδαι — ποδοπέδᾱͅ , ποδοπέδη fetter fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)